Η σημερινή εποχή είναι ιδιαίτερα απαιτητική για τους γονείς, εξαιτίας των δυσκολιών που επιφέρει η ψηφιακή τεχνολογία και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, της αυξανόμενης βίας μεταξύ ανηλίκων και γενικότερα στην κοινωνία, του εξουθενωτικού καθημερινού ρυθμού που ακολουθούμε για να καλύψουμε βασικές ανάγκες των παιδιών μας, καθώς και της έλλειψης στήριξης από έναν διευρυμένο κύκλο συγγενών και φίλων – κάτι που παλιότερα θεωρούνταν αυτονόητο, σύμφωνα με τη ρήση «για να μεγαλώσεις ένα παιδί χρειάζεται ένα ολόκληρο χωριό».
Έτσι, όταν κυκλοφόρησε η σειρά-φαινόμενο του Netflix με τίτλο «Adolescence» και πολλοί από εμάς παρακολουθήσαμε με κομμένη την ανάσα τα τέσσερα επεισόδιά της, δεν ήταν παράξενο που αναζωπυρώθηκαν μέσα μας οι πιο σκοτεινοί φόβοι. Τι ήταν αυτό που προκάλεσε και συνεχίζει να προκαλεί τέτοια αναστάτωση στους γονείς; Γιατί μας ώθησε να αναλογιστούμε αν είναι πιθανό ακόμα και το δικό μας παιδί να φτάσει σε ακραίες πράξεις όπως ο φόνος;
Πρώτα απ’ όλα, όπως επισημαίνει και το New York Magazine, η σειρά μάς καθηλώνει επειδή μας επιτρέπει να ταυτιστούμε άμεσα με τους πρωταγωνιστές της. Η οικογένεια του 13χρονου Jamie (Owen Cooper), ενός μικρόσωμου παιδιού με αθώα όψη που θα μας ενέπνεε μόνο προστατευτικά συναισθήματα αν τον βλέπαμε στον δρόμο, δεν διαφέρει πολύ από μια μέση οικογένεια. Αντιμετωπίζει καθημερινά, συνηθισμένα –αν και όχι απαραίτητα αμελητέα– προβλήματα. Ο πατέρας εργάζεται αδιάκοπα από το πρωί ως το βράδυ και άθελά του μεταδίδει στον γιο του τα στερεότυπα ανδρισμού με τα οποία έχει γαλουχηθεί, όπως η ανάγκη να είναι καλός στον αθλητισμό ή να περιορίζει την έκφραση των συναισθημάτων του. Η μητέρα, από την άλλη, δουλεύει εξίσου σκληρά και προσπαθεί να διατηρήσει την ισορροπία στο σπίτι, συχνά λειτουργώντας ως αντίβαρο στην ένταση που προκαλεί ο σύζυγός της.
Ταυτιζόμαστε αβίαστα με τους κεντρικούς χαρακτήρες της σειράς. Η οικογένεια του 13χρονου Jamie (Owen Cooper), ενός μικρόσωμου αγοριού με baby face που μόνο αισθήματα μητρικής -και πατρικής- τρυφερότητας μπορεί να πυροδοτήσει αν το συναντήσουμε στον δρόμο, είναι συνηθισμένη, με αν όχι ασήμαντα σίγουρα συνηθισμένα προβλήματα.
Η σειρά παρουσιάζει με απόλυτη αληθοφάνεια όχι μόνο την οικογένεια του Jamie, αλλά και το ευρύτερο πλαίσιο μέσα στο οποίο μεγαλώνει – από τον ψηφιακό κόσμο της «ανδρόσφαιρας» και τη δηλητηριώδη επιρροή του Andrew Tate, μέχρι το σχολικό περιβάλλον όπου η πίεση των social media εκδηλώνεται μέσα από την αδιάκοπη σύγκριση στο Instagram και τον διαδικτυακό εκφοβισμό. Η ρεαλιστική αποτύπωση όλων αυτών, σε συνδυασμό με τα μακροσκελή πλάνα της σκηνοθεσίας, κάνει το «Adolescence» να μας βυθίζει στον κόσμο του ήδη από το πρώτο επεισόδιο – από τα συνολικά μόλις τέσσερα.
Δεν είναι περίεργο, λοιπόν, που αρκετοί θεατές ένιωσαν τόσο έντονα τα συναισθήματα που προκάλεσε η σειρά. Όπως, για παράδειγμα, μια μητέρα δύο παιδιών που εξομολογήθηκε στο New York Magazine πως την τάραξε σε τέτοιο βαθμό, ώστε κατά τη διάρκεια της προβολής ένιωθε διαρκώς την ανάγκη να κάνει εμετό.
Το ελάχιστο που μπορούμε να ελπίζουμε είναι πως, μετά το αρχικό σοκ, αυτή η εμπειρία θα λειτουργήσει ως κάλεσμα για αφύπνιση μέσα στις οικογένειες, αλλά και ως αφορμή για βαθύτερες, ουσιαστικές αλλαγές σε κοινωνικό επίπεδο.