Η πλέον πολυσυζητημένη παράσταση του χειμώνα, Οι Τρεις Ψηλές Γυναίκες του Edward Albee, σε σκηνοθεσία Robert Wilson, δεν είναι τυχαία sold out!
Γράφει η Αθηνά Σκεπασιανού
Και τώρα, μια ανάσα πριν την αυλαία, στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, μάλλον ήρθε η ώρα να κάνουμε τον απολογισμό. Ο Αμερικανός σκηνοθέτης, Ρόμπερτ Γουίλσον, μέσα από την χαρακτηριστική του ιδιόμορφη χρήση χρόνου και χώρου, ενορχηστρώνει μια σύνθετη αφήγηση για τον χρόνο που περνά και για τον άνθρωπο που περιεργάζεται τα πολλαπλά του είδωλα μέσα στο κάτοπτρο της ζωής. Σε συνδυασμό με το αστείρευτο ταλέντο του Αμερικανού θεατρικού συγγραφέα, Έντουαρντ Άλμπι, το αποτέλεσμα που προκύπτει είναι…φαντασμαγορικό!
Το έργο
Με τον δικό του μοναδικό και σαρκαστικό τρόπο, καθώς και τον αυτοβιογραφικό χαρακτήρα, ο Έντουαρτ Άλμπι, παρουσιάζει το πορτρέτο της μητέρας του και υπονοεί πολλά για την μεταξύ τους σχέση, η οποία απ’ ότι φαίνεται δεν αποκαταστάθηκε μέχρι το τέλος. Ο ίδιος, υιοθετημένος, μια βουβή φιγούρα, μια σκιά στη ζωή της. Κι εκείνη, με τον πληθωρικό χαρακτήρα της, δεν αποδέχτηκε ποτέ την ομοφυλοφιλία του.
Τρεις ψηλές γυναίκες
Πόσο ευρηματικός ακόμη και ο τίτλος! Τρεις γυναίκες…σε μία! Στην πρώτη σκηνή και στην υπόθεση, είναι η νοσοκόμα, η δικηγόρος και η μητέρα. Ταυτόχρονα, είναι η μητέρα του Άλμπι στα 26 της χρόνια, στα 52 και στα 91. Αυτή η εναλλαγή του χρόνου, και των ρόλων, τόσο εντυπωσιακή και συνάμα τόσο ανατρεπτική. Μόλις ο θεατής συνειδητοποιήσει το διπλό αυτό παιχνίδι, όχι απλώς δεν κουράζεται, αλλά αγωνιά για την εξέλιξη της υπόθεσης. Θυμάμαι να πιάνω τον εαυτό μου να παρατηρώ εκτός από την παράσταση και το κοινό, τις αντιδράσεις, την προσήλωση, τον εντυπωσιασμό, αλλά και την αφοσίωση.
Ο χώρος και ο χρόνος
Ένα τόσο λιτό ντεκόρ, μα πόσα πολλά μηνύματα! Ένα κρεβάτι, δύο καρέκλες. Όλα λιτά, γραμμικά, χωρίς φαμφάρες και υπερβολές, χωρίς καν τα απαραίτητα. Τα περισσότερα έμεναν στην φαντασία του κοινού. Καθόλου τυχαία επιλογή τα κάγκελα στο κρεβάτι και στις καρέκλες, σαν φυλακή. Καθόλου τυχαία η εναλλαγή σκηνών, μα τα έπιπλα πάντα εκεί, σταθερά, σαν να είχαν βγάλει ρίζες. Κι όμως πόσο ενδιαφέρουσα υπόθεση, πόσα φαντάστηκε το μυαλό μας, τόσα χρώματα και εικόνες που τα δημιούργησαν μόνο λέξεις! Λες και το γραπτό κείμενο έπαιρνε σάρκα και οστά πάνω στη σκηνή, μπροστά στα έκπληκτα μάτια μας. Σκέφτηκα τόσες εικόνες και ένιωσα τόσα συναισθήματα μέσα σε λίγο χρόνο.
Τα παιχνίδια του φωτός
Άλλο ένα κομβικό σημείο του έργου, που εντυπωσιάζει και μαγνητίζει θα έλεγα. Ουδέν κρυπτόν υπό του ήλιου λένε. Και αυτό το φως κάθε φορά έπεφτε και έλουζε σημεία και πρόσωπα που ήθελε να τονίσει ο σκηνοθέτης. Ένα παιχνίδισμα που έδινε την εντύπωση του zoom in, κατά κύριο λόγο, το άχρονο φως επισκίαζε τα πάντα στο πέρασμά του. Εστίαζε στη στιγμή, έδινε την αίσθηση της εναλλαγής του χρόνου και του ντεκόρ.
Η μουσική
Ξεκινώντας με ένα νανούρισμα, μια γλυκιά νοσταλγική μελωδία, μέχρι τα εντυπωσιακά ηχητικά εφέ μιας καταρρακτώδους βροχής και ενός τρακαρίσματος. Όλα αυτά έβαλε ο νους, τα περισσότερα δοσμένα ως υπαινιγμοί. Εκκωφαντικοί ήχοι που σε ταρακουνούσαν από τη θέση σου και σε έβαζαν σε μια επιβλητική ατμόσφαιρα. Ήχοι που έκοβαν την ανάσα και σε ”ανάγκαζαν” να συμμετέχεις στο έργο.
Τα χρώματα
Μια μπλε διάχυτη ατμόσφαιρα που μαγνήτιζε τα βλέμματα, χωρίς υπερβολές. Μακιγιάζ μιας άλλης εποχής, λες και ήταν βικτωριανή. Στην υπερβολή τους όμως, εντυπωσιακά ζωγραφισμένα μάτια και χαμόγελα. Σαν πορσελάνινες κουρδισμένες ώρες-ώρες, κούκλες. Το ένα φόρεμα παστελ πράσινο, της νιότης και της ελπίδας. Εκεί η μητέρα του Άλμπι βρίσκεται στα 26 της χρόνια και έχει όλη τη ζωή και την ελπίδα για ευτυχία μπροστά της. Το φλογερό κόκκινο για την ηλικία των 52. Μεστή και κατασταλαγμένη, δεν παύει να ελπίζει, όμως έχει τα πάθη, τα λάθη να τη βαραίνουν. Μαύρο φόρεμα στα 91, μια ζωή ανούσια πέρασε, χωρίς να βρει αυτό που αναζητούσε. Χωρίς την αναμενόμενη πληρότητα και γαλήνη.
Οι κινήσεις
Σχεδόν μηχανικές, γι’ αυτό κι έμοιαζαν με κουρδισμένες κούκλες. Το περπάτημα ήταν στο πλάι, το ενδυματολογικό κομμάτι δεν άφηνε πολλά περιθώρια για ελαφρότατα και ανεμελιά. Δύσκαμπτες κινήσεις, επαναλαμβανόμενες, φροντισμένες. Και εδώ είναι το σημείο που πρέπει να αναφερθεί ο Άλμπι, τόσο διακριτική παρουσία και τόσο σημαντική. Ανάλαφρο βάδισμα, σαν γάτα, στις μύτες των ποδιών. Να μην ενοχλήσει, να μην ακουστεί, να μην τραβήξει την προσοχή. Μέχρι που σύρθηκε στο πάτωμα κι εκεί πολλά τα συναισθήματα, ας μην τα αποκαλύψουμε όλα.
Οι διάλογοι
Θα ξεκινήσω και πάλι με τον Άλμπι, ένας χαρακτήρας βουβός και τόσο εκκωφαντικός! Μα πώς γίνεται αυτό; Και όμως, ένιωσα να ακούω την κραυγή του. Την απελπισία που ενδεχομένως ποτέ να μην εξέφρασε για να μην έρθει σε πλήρη ρήξη και αντιπαράθεση με τη μητέρα του.
Οι τρεις ψηλές γυναίκες, με τα έντονα χαχανητά και τα επαναλαμβανόμενα λόγια, που στην αρχή του έργου σε κάνουν να νομίζει ότι κάτι πάει λάθος, μέχρι που συνειδητοποιείς ότι η επανάληψη αυτή, η λούπα, γίνεται επί σκοπού. Δυνατές και βροντερές φωνές, καθάριες, με σαρκαστικό χιούμορ και λεξιλόγιο καθημερινό, καθόλου επιτηδευμένο σε αντίθεση με την εποχή και την κοινωνική τάξη.
Τα μηνύματα
Με ερμηνείες που κόβουν την ανάσα από τις υπερ ταλαντούχες Ρένη Πιττακή, Καρυοφυλλιά Καραμπέτη και Λουκία Μιχαλοπούλου, θίγονται πανανθρώπινα μηνύματα για τη ζωή, το πέρασμα του χρόνου, τη μοναξιά, την αγάπη, τις διαπροσωπικές σχέσεις , αλλά και τον θάνατο.
<<Αυτή είναι η πιο ευτυχισμένη στιγμή. Όλα έχουν
τελειώσει. Όταν σταματάμε. Όταν μπορούμε να σταματήσουμε>>
Ακόμη κι όταν η ηρωίδα είναι νεκρή όπως υπονοείται αλλά και όπως εμφανίζεται πάνω στη σκηνή, ούσα νεκρή, ακόμη και τότε, υπάρχει ελπίδα. Πάντα υπάρχει ελπίδα ότι κάτι καλύτερο θα συμβεί. Κι αν δεν το έζησε στην επίγεια ζωή, αφήνει να εννοηθεί ότι με ότι θάνατο ξεκινά κάτι καινούργιο και ίσως αυτή να είναι η καλύτερη στιγμή της.
Καταλήγουμε λοιπόν να βγαίνουμε συγκινημένοι από την παράσταση, αλλά με μια νότα αισιοδοξίας και ελπίδας. Πάντα υπάρχει το καλό. Αρκεί να το πιστεύουμε. Κι αν δεν το βρούμε, το φτιάχνουμε εμείς. Οι τρεις γυναίκες ήταν η αφορμή για να προβληματιστούμε και να αναθεωρήσουμε κάποια δεδομένα.
Κι αν μας αντέξει το σχοινί θα φανεί στο χειροκρότημα!!!