Η αναβίωση του ταινιοδρόμου των Λιπασμάτων, αποτελεί το ισχυρότερο τοπόσημο στην είσοδο της βιομηχανικής ζώνης στο λιμάνι του Πειραιά επειδή ανακαλεί τη συλλογική μνήμη της κοινωνίας που τον δημιούργησε.
Επιβάλλεται η αναβίωση του Μώλου του Κράκαρη και του ταινιοδρόμου των Λιπασμάτων. Μετά την κατάρρευση μεγάλου τμήματος του Ταινιόδρομου Κράκαρη που υπέστη από τον σεισμό των 5,1 Ρίχτερ στη Μαγούλα Αττικής την 19η Ιουλίου, το Υπουργείο Πολιτισμού διενέργησε αυτοψία και αποφασίστηκε η συγκρότηση επιτροπής για τη διαφύλαξη της αυθεντικότητας του Ταινιοδρόμου.
Η ιστορία του Ταινιοδρόμου στον Πειραιά
Ο Ταινιόδρομος Κράκαρη είναι ένα σημαντικό βιομηχανικό μνημείο και τοπόσημο δίπλα στο φάρο της εισόδου στο λιμάνι του Πειραιά. Με μήκος 100 μέτρα, βρίσκεται στην περιοχή των παλαιών Λιπασμάτων και μετρά μια ιστορία πολλών χρόνων έχοντας γλιτώσει πολλές φορές στο παρελθόν την κατεδάφιση. Μαζί με τον λιμενοβραχίονα Θεμιστοκλέους ολοκληρώθηκε η κατασκευή του το 1907.
Ο ταινιόδρομος και ο λιμενοβραχίονας θα χαρακτηριστούν διατηρητέο μνημείο μόλις το Νοέμβριο του 2017. Η σχετική υπουργική απόφαση θα αναφέρει ότι η κήρυξη γίνεται «διότι αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο των ήδη χαρακτηρισμένων από το Υπουργείο Πολιτισμού κτηρίων των βιομηχανικών εγκαταστάσεων του πρώην εργοστασίου της Ανώνυμης Ελληνικής Εταιρείας Χημικών Προϊόντων (Λιπάσματα Δραπετσώνας) και τοπόσημο στην είσοδο του Προλιμένα Πειραιώς. Επίσης διαθέτουν τα ιδιαίτερα εκείνα αξιόλογα χαρακτηριστικά από αρχιτεκτονική, κοινωνική και ιστορική άποψη».
Πριν χρόνια είχαν γίνει κινήσεις αξιοποίησης του ταινιόδρομου, που δεν προχώρησαν. Υπήρχε η προοπτική να αναπαλαιωθεί και να στεγαστεί στο χώρο αυτό εκθεσιακό κέντρο, εστιατόριο χωρητικότητας περίπου 250 ατόμων και καφέ με πανοραμική θέα.
Ο ταινιόδρομος που μετέφερε τα λιπάσματα από τα εργοστάσια στην προβλήτα του λιμανιού, αποτελεί απομεινάρι μιας άλλης εποχής όπου η Εταιρεία Χημικών Προϊόντων και Λιπασμάτων, παρήγαγε δεκάδες διαφορετικά χημικά προϊόντα.
Η τεράστια έκταση πάνω στην οποία απλώθηκαν οι εγκαταστάσεις καταδεικνύει και τις επεκτατικές διαθέσεις σε πολλούς άλλους τομείς αλλά και την φιλοδοξία του ιδρυτή της, Κανελλόπουλου.
Το 1936 ο «πληθυσμός» της εργατικής αυτής πολιτείας είχε φτάσει να αριθμεί τα 4.000 εργαζόμενους χωρίς στον αριθμό αυτό να υπολογισθούν οι οικογένειες των διαμενόντων στον «Οικισμό».
Ο Πειραιάς, του οποίου ο ρόλος στην διαδικασία εκβιομηχάνισης της Ελλάδας ήταν κομβικός, ήταν η μεγαλύτερη εργατούπολη της χώρας κατά το Μεσοπόλεμο και υποδέχτηκε τεράστιο αριθμό προσφύγων από τη Μικρά Ασία. Στα κτίρια αυτά αποτυπώνεται ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της βιομηχανικής, εργατικής και κοινωνικής ιστορίας, όχι μονάχα του Πειραιά, αλλά ολόκληρης της χώρας.
Αποτελεί το τελευταίο δείγμα της βιομηχανικής ιστορίας της πόλης του Πειραιά, δείγμα βιομηχανικής αρχιτεκτονικής στο σημαντικότερο λιμάνι της χώρας κι ένα από τα μεγαλύτερα και πιο σύγχρονα λιμάνια της Ανατολικής Μεσογείου, που είχε έντονο βιομηχανικό χαρακτήρα.