Δεν ξέρω τίποτα από ραπ, τραπ και τα συναφή. Μάλλον έχω μια αδιόρατη έως ορατή αποστροφή για τον άτεχνο στίχο, την άμουση μουσική (μάλλον σαν πρόζα μου ακούγεται περισσότερο) το γκροτέσκ ύφος, τη μελό αγανάκτηση για τον άδικο τούτο κόσμο που μας έχει όλους παρίες και θα του γ……ε τα πρέκια.
Γράφει η Χριστίνα Αδαμοπούλου
Δεν ξέρω τίποτα από ραπ, τραπ και τα συναφή. Μάλλον έχω μια αδιόρατη έως ορατή αποστροφή για τον άτεχνο στίχο, την άμουση μουσική (μάλλον σαν πρόζα μου ακούγεται περισσότερο) το γκροτέσκ ύφος, τη μελό αγανάκτηση για τον άδικο τούτο κόσμο που μας έχει όλους παρίες και θα του γ……ε τα πρέκια.
Και κυρίως έχω μια εκπεφρασμένη -στον εσωτερικό μου μονόλογο- αντίθεση με τον θυμό και τον τσαμπουκά που έρπει σε όλες τις εκδοχές αυτής της μουσικής που έχουν φτάσει έως τώρα στ’ αυτιά μου. Η μοναδική φορά που έπιασα τον εαυτό μου να αντιδρά με ευχάριστη περιέργεια, ήταν σε μια μουσική που αντίθετα με τις άλλες φορές, παρά το γνωστό ρυθμό ραπ είχε μια ελαφράδα, μια ευγένεια και τη γνωστή απελπισία χωρίς όμως να ρέει με το κιλό τόσο που να λιγώνεσαι, αλλά τόσο-όσο…
Όταν ρώτησα, άκουσα για πρώτη φορά το όνομα-συλλαβή: Λεξ.
Cut. Πριν μερικές ημέρες ο γιος μου -ξέροντας την μανία μου να ακούω podcast με συνεντεύξεις μου έστειλε ένα λινκ για να ακούσω ένα αφιέρωμα στο έργο και την παρουσία στα καλλιτεχνικά δρώμενα του ανθρώπου με το όνομα-συλλαβή, τον οποίο παρακολουθεί και ο ίδιος συμμετέχοντας με ενθουσιασμό σε κάθε του εμφάνιση.
Η εντύπωση που αποκόμισα επιβεβαίωσε αυτήν την αίσθηση της πρώτης μου επαφής με τη μουσική του, παρότι ο ίδιος είχε πολύ μικρή συμμετοχή στη συνέντευξη αφήνοντας φίλους και συνεργάτες να σκιαγραφούν το πορτρέτο του. Είναι κι αυτό ίδιο τέτοιων «αναχωρητών» ή ένα πολύ ισχυρό ένστικτο συντήρησης να ξέρεις ότι καίγεσαι λιγότερο όσο μιλάς λιγότερο.
Και ξανά cut. Το βράδυ της ίδια ημέρας διαβάζοντας τον αγαπημένο μου αρθρογράφο στο συστημικό φύλλο που είμαι συνδρομήτρια, πέφτω σε ανάλυση που κάνει για τον άνθρωπο με το όνομα-συλλαβή.
Δεν συμφωνώ με την εκτίμησή του στο καλλιτεχνικό πόνημα του Λεξ. Σε εμένα το μελό του βρίσκει χορδές-απομεινάρια ενός μοιρολατρικού λυρισμού που ρέει άφθονος στις γενιές της μεταπολίτευσης και έδωσε αριστουργήματα στη μουσική. Και επίσης έχει έναν πολύ πιο δουλεμένο στίχο από ό,τι ακούς στα ραποτραπ γενικά. Και μια σοβαρή επαγγελματική παρουσία, χωρίς υπερβολές και φανφάρες. Και μια έξωθεν καλή μαρτυρία, και μάλιστα από το επαγγελματικό του περιβάλλον. Όλα μετράνε.
Σε αυτό που έμεινα και που δεν αφορά καθόλου τον Λεξ και το έργο του, είναι οι χιλιάδες φαν του που χωρίς ίσως να βιώνουν οι ίδιοι τις τραγικές καταστάσεις που περιγράφουν τα τραγούδια του, αισθάνονται όμως αρκετά κοινωνικά παρίες, μη βλέποντας φως στην άκρη του τούνελ Και γι’ αυτό παραιτούνται. Δεν συμμετέχουν στα κοινωνικά δρώμενα, φυσικά δεν ψηφίζουν, και ξεδίνουν την αγανάκτησή τους σε θυμωμένους στίχους, σε μουσικές που βγάζουν μια αγωνία και μία απειλή για κάτι που υπάρχει και δεν το βλέπουμε. Εκεί ακριβώς το έργο του λειτουργεί σαν προβολέας που «φωτίζει ένα ηλικιακό μαζί και ταξικό σύνορο, που εξηγεί την ασυνεννοησία μεταξύ εκείνων που κυβερνούν και αυτών που δεν ψηφίζουν».* Σαν ένα κενό που όλο και μεγαλώνει επικίνδυνα.
Και που πρέπει να προσέξουμε επειγόντως. Σαν το κενό που βρίσκεται ανάμεσα στις αποβάθρες του αγγλικού μετρό και των τρένων που κουβαλάνε χιλιάδες εν δυνάμει φαν του Λεξ. Σαν την αόρατη εκφωνήτρια που μας προειδοποιεί με την ανέκφραστη φωνή της σε τέλεια αγγλικά: Mind the gap.
*Το απόσπασμα είναι από το άρθρο του Μιχάλη Τσιντσίνη στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της 1ης Δεκεμβρίου με τον τίτλο «Απόκληρος 2024»
ΔΕΙΤΕ ΟΛΑ ΤΑ ΚΑΛΑ ΝΕΑ ΕΔΩ