Τα λόγια της δεν είναι μόνο μια αφήγηση του προσωπικού της ταξιδιού· είναι ένα κάλεσμα σε κάθε δημιουργό που παλεύει να κάνει την τέχνη του να ακουστεί. Πίσω από τις λέξεις της, διακρίνεται η αντοχή μιας γυναίκας που επιμένει, που ακολουθεί τα όνειρά της, ανεξαρτήτως απογοητεύσεων και εμποδίων. Στην αρχή της ζωής της, η Στέλλα Ρουσάκη βρέθηκε να ισορροπεί ανάμεσα στην ακαδημαϊκή καριέρα και το ανήσυχο καλλιτεχνικό της πνεύμα. «Οταν τελείωσα τις σπουδές μου στις βιοϊατρικές επιστήμες, είχα αποφασίσει να ασχοληθώ με την έρευνα», εξηγεί. «Σκεφτόμουν να φύγω στο εξωτερικό, να αφοσιωθώ στις νεοπλασματικές ασθένειες, καθώς έκανα και μεταπτυχιακό στην Ιατρική Αθηνών».
Ωστόσο, η ζωή είχε άλλα σχέδια. «Παρουσιάστηκε ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας, σχετικό με το μεταπτυχιακό μου», λέει. «Αυτό το διάλειμμα της ζωής μού έδωσε την απάντηση που έψαχνα μέσα μου».
Σε μια από τις πολλές απρόσμενες συγκυρίες που μοιάζουν να καθοδηγούν τη ζωή της, βρέθηκε μπροστά σε μια κίτρινη πόρτα – αυτή της δραματικής σχολής του Βασίλη Διαμαντόπουλου. «Περνούσα τυχαία από τον δρόμο, πηγαίνοντας σε συνέντευξη για μια δουλειά», θυμάται. «Μπήκα μέσα να ρωτήσω για τις υποτροφίες. Εδωσα εξετάσεις χωρίς καν να το σκεφτώ». Με υποτροφία πέρασε στη δραματική σχολή και, χωρίς να το συνειδητοποιεί, είχε ξεκινήσει ένα ταξίδι που θα την οδηγούσε στην καλλιτεχνική της επιτυχία.
Κατά τη διάρκεια των σπουδών της, γνώρισε τα έργα του Τενεσί Ουίλιαμς και του Ευγένιου Ο’Νιλ, δύο μεγάλων ονομάτων της αμερικανικής δραματουργίας. «Η Μπλανς του “Λεωφορείου ο Πόθος” και η Μαίρη από το “Μακρύ Ταξίδι μιας Μεγάλης Μέρας μέσα στη Νύχτα” με συγκλόνισαν», λέει η Στέλλα, που μέσα από τις ηρωίδες τους βρήκε τη δική της έμπνευση και έγραψε έναν μονόλογο όπου ενώνονταν οι δύο αυτές μορφές.
«Ο Γιάννης Ζουγανέλης μού είπε τότε: “Εσύ αυτό θα το κάνεις παράσταση κι εγώ θα έρθω να σε δω!”». Κι έτσι γεννήθηκε το πρώτο της έργο, «Λευκή Πραγματικότητα». Με αυτό, η Ρουσάκη και η θεατρική της ομάδα βρέθηκαν αντιμέτωποι με την απαιτητική πραγματικότητα της θεατρικής παραγωγής στην Ελλάδα.
«Οσοι το είδαν, συγκινήθηκαν», λέει, όμως η απογοήτευση ήρθε όταν διαπίστωσε ότι το έργο δεν έλαβε την αναγνώριση που περίμενε. «Οι άνθρωποι του χώρου δεν επέλεξαν να μας στηρίξουν. Το πιο θλιβερό περιστατικό για εμένα συνέβη με έναν πολύ καταξιωμένο θεατρικό σκηνοθέτη και ηθοποιό, που έτυχε να μπορέσω να τον προσεγγίσω μέσω μιας κοινής μας συναδέλφου. Εκείνη του έδωσε το έργο, αλλά δεν είχα κάποια απάντηση για πολύ καιρό. Το ίδιο καλοκαίρι δούλευα στο πάρκινγκ ενός θεατρικού φεστιβάλ και φορούσα ένα κίτρινο γιλέκο. Πλησίασα τον σκηνοθέτη με πολλή χαρά για να τον ρωτήσω αν πρόλαβε να ρίξει μια ματιά στο έργο μου και να συστηθώ. Λόγω της εμφάνισής μου δεν μου έδωσε καμία σημασία και μου είπε απλώς “δεν ξέρω τι μου λες” κοιτάζοντας το κινητό του για να με αποφύγει», αφηγείται με έναν αναστεναγμό. Ωστόσο, η Ρουσάκη δεν αποθαρρύνθηκε.
Επειτα από αλλεπάλληλες προσπάθειες να παρουσιάσει το έργο της στην ελληνική σκηνή, αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη της στο εξωτερικό. «Ενα απόγευμα τηλεφωνώ σε μια φίλη μου, πολύ αξιόλογη ηθοποιό και μεταφράστρια, τη Δανάη Σταματοπούλου, στην οποία χρωστάω πολλά, και της ζήτησα να μεταφράσει το έργο στα αγγλικά. Είχε δει την παράσταση, οπότε ήξερε να το κάνει μέσα από ένα μαγικό πρίσμα. Της εξήγησα τι σκεφτόμουν και το προχώρησε με πολλή χαρά, σαν να ήταν δικό της. Αρχισα ένα βράδυ να το στέλνω σε Φεστιβάλ της Νέας Υόρκης, καθώς αφορούσε αμερικανικό ρεπερτόριο. Η επιθυμία μου ήταν τυφλή στην κυριολεξία, γιατί άνοιξα μια σελίδα για καταθέσεις έργων που μου εμφανίστηκε στα Φεστιβάλ και το έστειλα χωρίς να συνειδητοποιήσω ότι ήταν εκδοτικός οίκος», λέει. Για την ίδια ήταν μια απλή κίνηση μέσα στη νύχτα, ένας τρόπος να μοιραστεί το δημιούργημά της χωρίς να περιμένει κάτι συγκεκριμένο. Προς μεγάλη της έκπληξη, ο εκδοτικός οίκος Austin Macauley Publishers ενδιαφέρθηκε αμέσως.
«Μου έστειλαν προσωπικό γράμμα, όπου μου ανέφεραν γιατί τους αρέσει, αναλύοντας τους χαρακτήρες και το έργο, καταλήγοντας ότι το κατέτασσαν πολύ υψηλά εισπρακτικά. Μου πρότειναν να υπογράψουμε συμβόλαιο και να εκδοθεί σε νουβέλα. Μετά από 4 μήνες έρευνας ώστε να μάθω τα πάντα για τον εκδοτικό οίκο, καθώς δεν πίστευα ότι μου λένε αλήθεια, υπέγραψα. Αυτήν τη στιγμή κυκλοφορεί και στην Κίνα!», λέει γελώντας αφού πλέον το «White Reality», όπως είναι ο τίτλος στα αγγλικά, έχει εκδοθεί σε 140 χώρες. Πέρα από τη χαρά και την ικανοποίηση που έφερε αυτή η εμπειρία, την έκανε και να αναρωτηθεί γιατί χρειάστηκε να αναζητήσει την αναγνώριση έξω απ’ τα σύνορα.
«Η Ελλάδα φοβάται το νέο και το καινοτόμο. Η αξιοκρατία είναι ανάμνηση και σημασία πια δεν έχει τι κάνεις, αλλά ποιος είσαι ή ακόμα χειρότερα, τι “αριθμός” είσαι στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Γεγονός θλιβερό, που φρενάρει την προσπάθεια για εξέλιξη και καλλιέργεια. Ακόμα και τώρα, όταν πήγαινα σε ελληνικά βιβλιοπωλεία να το προτείνω, με κοιτούσαν με μια περιέργεια – αν αυτό που λέω το εννοώ. Τους ήταν δύσκολο να πιστέψουν ότι ο άνθρωπος που είναι μπροστά τους, μ’ ένα τζιν κι ένα ζευγάρι ακουστικά, έχει εκδώσει βιβλίο στην Αμερική». Δικαιολογημένα πιστεύει βαθιά ότι ο δρόμος της επιτυχίας είναι δύσκολος και απαιτεί προσωπικές θυσίες. «Αν δεν φτάσεις χαμηλά, δεν μπορείς να δεις το φως», θυμάται τη φράση που της είχε πει ένας πνευματικός άνθρωπος.
Εκείνη, πάντως, συνεχίζει ακάθεκτη. Το νέο της έργο «Casting Call» ολοκλήρωσε πρόσφατα τις παραστάσεις στο «Θέατρο 104», ενώ η ίδια έχει ξεκινήσει συζητήσεις για τη θεατρική παραγωγή της «Tennessee: Το Θέαμα του Χρόνου». «Ο στόχος μου είναι να δω τα έργα μου στις ελληνικές σκηνές και να συνεργαστώ με ανθρώπους που θα τα στηρίξουν και θα τα αναδείξουν όπως τους αξίζει», τονίζει και δεν αφήνει αμφιβολία για την αφοσίωσή της στη βαθύτερη αποστολή της τέχνης. «Κάθε άνθρωπος έχει ένα χάρισμα», επισημαίνει. «Η υποχρέωσή του είναι να το μοιραστεί». Η ευχή της είναι τα έργα της να συνεχίσουν το ταξίδι τους στις σκηνές και να αγγίξουν ψυχές όπως άγγιξαν τη δική της η Μπλανς και η Μαίρη.
Παλεύοντας με θαυμαστή αντοχή να ακουστεί η καλλιτεχνική φωνή της σε έναν χώρο δύσκολο, η Στέλλα Ρουσάκη είναι η ζωντανή απόδειξη ότι τα όνειρα μπορούν να γίνουν πραγματικότητα όταν δεν παραιτείσαι από αυτά, ακόμα και όταν όλοι οι δρόμοι μοιάζουν κλειστοί. Με το «White Reality» στα βιβλιοπωλεία του κόσμου και την επιθυμία της να επιστρέψει εκεί απ’ όπου ξεκίνησε, στις ελληνικές σκηνές, προτρέπει τους νέους καλλιτέχνες να δημιουργούν χωρίς να φοβούνται την απόρριψη. «Μπορεί ο κόσμος να σε κάνει να πιστέψεις ότι παλεύεις στο κενό, αλλά αν παλεύεις αξιοπρεπώς και με κάθε τρόπο γι’ αυτό που πιστεύεις, εκείνο θα βρει τον δρόμο του»
Πηγή: Πρώτο θέμα