Ο Δήμαρχος Καλαβρύτων Αθανάσιος Παπαδόπουλος, παραβρέθηκε την Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2020, στην κατάμεστη αίθουσα της Παλαιάς Βουλής, όπου σε συγκινησιακά φορτισμένο κλίμα, πραγματοποιήθηκε από την Υπουργό Πολιτισμού και Αθλητισμού Λίνα Μενδώνη, η απονομή του ειδικού σήματος της Αναγνώρισης στο Δημοτικό Μουσείο Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος (ΔΜΚΟ).
Πρόκειται για το πρώτο μη κρατικό μουσείο που λαμβάνει αυτή την πιστοποίηση
Το μουσείο, το οποίο εγκαινιάστηκε το 2005, στεγάζεται στο παλαιό δημοτικό σχολείο των Καλαβρύτων, τόπο μαρτυρίου για τους κατοίκους της πόλης, κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής.
Ολοκλήρωσε με επιτυχία τον κύκλο της διαδικασίας Αναγνώρισης, σύμφωνα με τις προδιαγραφές του άρθρου 45 του Ν. 3028/2002, όπως αυτές εξειδικεύτηκαν με την Υ.Α. με αρ. πρωτ. ΥΠΠΟΤ/ΓΔΑΠΚ/ΔΙΝΕΠΟΚ/Δ/93783/1682/30.9.2011 (ΦΕΚ 2385/Β/26.10.2011) “Περί ίδρυσης και αναγνώρισης μουσείου” διότι:
• Έχει κατάλληλη νομική προσωπικότητα
• Διαθέτει οργανόγραμμα και εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας
• Παρουσιάζει την απαραίτητη οικονομική βιωσιμότητα για την εκπλήρωση των στόχων του
• Διαθέτει το απαραίτητο για τη λειτουργία του προσωπικό
• Επιδεικνύει διαρκή μέριμνα για τη συλλογή του
• Σχεδιάζει τις δράσεις του (εκθέσεις, εκπαιδευτικά προγράμματα, εκδόσεις) σύμφωνα με τη δεδηλωμένη αποστολή και τους στόχους του
• Στεγάζεται σε κτήριο κατάλληλο και με επαρκή χώρο για τις ανάγκες του
• Είναι κοινωνικά ενεργό και με αυξανόμενη επισκεψιμότητα
Στην εκδήλωση παραβρέθηκαν, εκτός από την Υπουργό Πολιτισμού και Αθλητισμού Λίνα Μενδώνη όπου έκανε την απονομή και τον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου του Δημοτικού Μουσείου Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος Χρίστο Φωτεινόπουλο, οι βουλευτές Αχαΐας Άγγελος Τσιγκρής και Κωνσταντίνος Μάρκου, ο πρώην Υπουργός Ανδρέας Ζαΐμης, οι πρώην Δήμαρχοι Καλαβρύτων Γ. Λαζουράς και Τ. Νικολάου, ο τέως Βουλευτής και τέως Νομάρχης Αχαΐας Δ. Κατσικόπουλος, η διευθύντρια Νεότερης Πολιτιστικής Κληρονομιάς στη Γενική Διεύθυνση Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού Σταυρούλα (Βίλλυ) Φωτοπούλου, ο Πρόεδρος του ιστορικού του λαογραφικού μουσείου Κ. Κοντογούρης, δημοτικοί σύμβουλοι, πρόεδροι και μέλη καλαβρυτινών συλλόγων.
“Χαιρόμαστε ιδιαίτερα που φθάσαμε σήμερα, στην πρώτη πράξη Αναγνώρισης Μουσείου στην Ελλάδα. Είναι πολύ σημαντικό ότι η πρώτη αυτή αναγνώριση αφορά στο Δημοτικό Μουσείο Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος. Ήταν από τους πρώτους φακέλους όταν ανέλαβα τη γενική γραμματεία του Υπουργείου τον Μάιο του 1999. Επομένως, έχω κάθε λόγο να χαίρομαι που, έστω και είκοσι χρόνια μετά, το συγκεκριμένο μουσείο απολαμβάνει αυτής της τιμής. Ελπίζω και εύχομαι το παράδειγμα αυτό, τη διαδικασία της πιστοποίησης, να επισπευσθεί σε όλο και περισσότερα μουσεία. Η αναγνώρισή του είναι η χειροπιαστή απόδειξη ότι ανοίγει ένας κύκλος αναβάθμισης όλων των μουσείων της χώρας, ιδιωτικών και κρατικών, που όταν ολοκληρωθεί, όλοι πιστεύουμε ότι θα έχουμε ένα διαφορετικό μουσειακό τοπίο στην Ελλάδα” ανέφερε στην ομιλία της η υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού, Λίνα Μενδώνη.
Ο κ. Παπαδόπουλος στην ομιλία του αναφέρθηκε, στην έναρξη της λειτουργίας του ΔΜΚΟ το Δεκέμβριο του 2004 στο χώρο που στεγαζόταν μέχρι τότε το “άρρηκτα συνδεδεμένο με τα ιστορικά στοιχεία της πόλης μας” όπως χαρακτηριστικά είπε, Δημοτικό Σχολείο και στα εγκαίνιά του στις 9 Ιανουαρίου του 2005 από τον εξοχότατο Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας κ. Κωστή Στεφανόπουλο. Αναφέρθηκε επίσης στην πρώτη απόφαση ίδρυσης του μουσείου και μεταφοράς του Δημοτικού Σχολείου Καλαβρύτων σε νέο κτίριο που πάρθηκε το 1986 από το Δημοτικό Συμβούλιο Καλαβρύτων επί δημαρχίας του αείμνηστου Πάνου Πόλκα, τονίζοντας έτσι της πολυετείς προσπάθειες που έγιναν από όλες τις δημοτικές αρχές για τη δημιουργία του. Τέλος δεν παρέλειψε να εκφράσει τις ευχαριστίες τόσο της Δημοτικής Αρχής όσο και της Διοίκησης του Μουσείου προς την Υπουργό Πολιτισμού και Αθλητισμού Λίνα Μενδώνη, για την υποστήριξη της, τόσο σήμερα από πλευράς του Υπουργείου, όσο και τότε από την θέση της Γενικής Γραμματέως που κατείχε.
Ένα μουσείο – υπόδειγμα
το οποίο έχει πάρει και το βραβείο “Μουσείο της Χρονιάς” από το Συμβούλιο της Ευρώπης. Ο σχεδιασμός του επιτρέπει στον επισκέπτη να προσεγγίσει ένα τραγικό γεγονός με ακρίβεια και αντικειμενικότητα, με βάση την ιστορική αλήθεια.
Η συμβολή του στη διατήρηση και ανάδειξη της ιστορικής μνήμης και η πλούσια δραστηριότητά του το έχουν καθιερώσει ως ζωτικό κομμάτι της τοπικής κοινωνίας, αλλά και ευρύτερα. Η εμβέλειά του απλώνεται εντός, αλλά και εκτός των συνόρων της χώρας μας.

Χρειάστηκαν 20 χρόνια… Ελπίζουμε οι επόμενες πιστοποιήσεις τώρα πια να γίνουν γρηγορότερα
Μόνο μέσω αξιολόγησης και πιστοποίησης μπορούμε να κατοχυρώσουμε αυτό που προσφέρουμε. Η αναγνώριση των μουσείων αποτελεί́ ένα σύστημα αξιολόγησης, το οποίο απουσίαζε μέχρι σήμερα από́ τον κόσμο των ελληνικών μουσείων.
Δεν είναι όμως τόσο καινούργιο για τον υπόλοιπο κόσμο, αν σκεφτεί κανείς ότι οι ΗΠΑ ξεκίνησαν να πιστοποιούν τις μουσειακές τους υποδομές και τη λειτουργία των μουσείων ήδη από το 1971.
Σήμερα στην Ελλάδα, περισσότερα από 30 μουσεία έχουν δείξει ενδιαφέρον να μπουν στην διαδικασία πιστοποίησης. Αυτό είναι ένα πολύ αισιόδοξο νέο, καθώς προσέρχονται αυτοβούλως για να αναγνωριστούν, χωρίς κανείς να τα πιέσει.
Από το 2014 υπάρχει η πρόβλεψη η διαδικασία της πιστοποίησης των Μουσείων, να είναι επιλέξιμη δαπάνη στο ΕΣΠΑ. Μέχρι σήμερα η διαδικασία αυτή δεν αξιοποιήθηκε.
Τα κίνητρα και τα ανταποδοτικά́ οφέλη των μουσείων που αναγνωρίζονται είναι σημαντικά́: το “αναγνωρισμένο” μουσείο διαθέτει αυξημένες πιθανότητες να ενταχθεί́ σε προγράμματα χρηματοδότησης και να αντιμετωπιστεί́ με ευελιξία σε ζητήματα κινητικότητας συλλογών και συνεργασιών με άλλες χώρες. Παράλληλα, ανήκει σε ομάδα μουσείων που φέρει ειδικό́ σήμα αναγνώρισης και απολαμβάνει προνόμια (ενημέρωση, προτεραιότητα συμμετοχής σε επιμορφωτικά́ προγράμματα, συμπερίληψη σε μεγάλους ταξιδιωτικούς οδηγούς, προβολή́).
Σήμερα, το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού θέλει να δώσει επιπλέον κίνητρα. Ένα βασικό θέμα, το οποίο απασχολεί κεντρικά την κυβέρνηση, είναι η προσβασιμότητα στον Πολιτισμό των ατόμων που έχουν προβλήματα. Επομένως, τα μουσεία τα οποία θα πιστοποιούνται, θα χρηματοδοτούνται από το Υπουργείο Πολιτισμού για την αναβάθμιση των υπηρεσιών τους στην πρόσβασης ΑμεΑ, ή της προσβασιμότητας τυφλών με απτικά συστήματα κλπ.

Το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων
Το πρωί της Δευτέρας 13 Δεκεμβρίου συγκέντρωσαν όλο τον πληθυσμό στην κεντρική πλατεία και οδήγησαν τον άρρενα πληθυσμό άνω των 13 ετών σε μια επικλινή τοποθεσία, που ονομαζόταν «Ράχη του Καπή», ενώ τα γυναικόπαιδα τα κλείδωσαν στο σχολείο. Στη ράχη του Καπή εκτυλίχθηκε τις πρώτες μεταμεσημβρινές ώρες η τραγωδία, που οδήγησε σχεδόν όλο τον άρρενα πληθυσμό των Καλαβρύτων στο θάνατο. Με ριπές πολυβόλων οι Γερμανοί εκτέλεσαν τους συγκεντρωμένους, γύρω στους 800 ανθρώπους. Μόνο 13 Καλαβρυτινοί διασώθηκαν και αυτοί επειδή είχαν καλυφθεί από τα πτώματα των συμπολιτών τους και οι Γερμανοί τους θεώρησαν νεκρούς. Το σήμα για την εκτέλεση έδωσε με φωτοβολίδα από το κέντρο των Καλαβρύτων ο ταγματάρχης Χανς Εμπερσμπέργκερ και επικεφαλής του εκτελεστικού αποσπάσματος ήταν ο υπολοχαγός Βίλιμπαντ Ακαμπχούμπερ.

Το έγκλημα ολοκληρώθηκε με την πυρπόληση όλων σχεδόν των σπιτιών των Καλαβρύτων. Όσον αφορά την τύχη των γυναικόπαιδων, αυτά σώθηκαν χάρη στον ανθρωπισμό ενός Αυστριακού στρατιώτη, στον οποίο είχε ανατεθεί η φύλαξή τους. Αυτός άφησε ελεύθερη την είσοδο του σχολείου και διευκόλυνε την απομάκρυνσή τους. Όμως, το πλήρωσε με τη ζωή του, αφού καταδικάσθηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε. Συνολικά, κατά τη διάρκεια της «Επιχείρησης Καλάβρυτα», οι Γερμανοί σκότωσαν 1.101 άτομα, κατέστρεψαν και λεηλάτησαν πάνω από 1.000 σπίτια, κατάσχεσαν 2.000 αιγοπρόβατα και απέσπασαν 260.000.000 δραχμές.
Κανείς από τους υπευθύνους του Ολοκαυτώματος των Καλαβρύτων δεν λογοδότησε στη Δικαιοσύνη.